προσκατασκευάζειν

προσκατασκευάζειν
προσκατασκευάζω
furnish
pres inf act (attic epic)
προσκατασκευάζω
furnish
pres inf act (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προσκατασκευάζω — Α 1. κατασκευάζω, παρασκευάζω ή ετοιμάζω επί πλέον (α. «προσκατασκευάζω πόλεις πόλεσι», Ιώσ. β. «προσκατασκευάζειν θησαυρόν», πάπ.) 2. αποδεικνύω επιπροσθέτως 3. μέσ. προσκατασκευάζομαι προμηθεύω για τον εαυτό μου, εφοδιάζομαι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”